μετακάρπιο — το το τμήμα ανάμεσα στα δάχτυλα και τον καρπό του χεριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετακαρπιοφαλαγγικός — ή, ό αυτός που συνδέει το μετακάρπιο με τις φάλαγγες τών δακτύλων («μετακαρπιοφαλαγγικές αρθρώσεις» αρθρώσεις με τις οποίες κάθε δάκτυλος συνάπτεται με το μετακάρπιο). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετακάρπιο + φαλαγγικός (< φάλαγξ, γγος). Η λ. μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
μετακάρπιος — α, ο (Α μετακάρπιος, ον) το ουδ. ως ουσ. το μετακάρπιο(ν) το τμήμα τού σκελετού τού χεριού που βρίσκεται μεταξύ τού καρπού και τών δακτύλων νεοελλ. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τού καρπού και τών δακτύλων τού χεριού («μετακάρπια οστά» πέντε οστά… … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
αντίχειρας — Το παχύτερο δάχτυλο του χεριού. Είναι πολύτιμο για την ανθρώπινη εργασία επειδή σχηματίζει με τα υπόλοιπα τέσσερα δάχτυλα ένα είδος λαβίδας με την οποία το χέρι μπορεί να πιάνει τα διάφορα αντικείμενα. Ο σκελετός του α. αποτελείται από δύο μονάχα … Dictionary of Greek
καρπομετακάρπιος — α, ο ανατ. αυτός που είναι κοινός τού καρπού και τού μετακαρπίου, αυτός που αναφέρεται ή ανήκει από κοινού στον καρπό και στο μετακάρπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. carpometacarpal < carp (πρβλ. καρπ ός) + metacarpal < λατ.… … Dictionary of Greek
καρποχειρίον — καρποχειρίον, τὸ (Μ) το μετακάρπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (II) + χείρ + υποκορ. κατάλ. ίον] … Dictionary of Greek
καρπόχειρ — καρπόχειρ, ος, ἡ (Μ) η περιοχή τού χεριού μεταξύ καρπού και δακτύλων, το μετακάρπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (II) + χείρ] … Dictionary of Greek
μεταπόδιο — το ζωολ. τμήμα τού άκρου τών τετράποδων σπονδυλωτών που λέγεται μετακάρπιο, προκειμένου για το πρόσθιο, και μετατάρσιο προκειμένου για το οπίσθιο άκρο … Dictionary of Greek